- οἰτόν
- οἰτόνSee also: s. ὕδνον
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
οἶτον — οἶτος fate masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
DACTYLIOMANTIA — Graece Δακτυλιομαντεία, divinatio quae annulo peragebatur. Cuius exemplum insigne apud Amm. Marcellin. exstat l. 29. ubi de Valentis successore a Patricio et Hilario sic quaesitum refert: Construximus ad cortinae similitudinem Delphicae, diris… … Hofmann J. Lexicon universale
έλεγος — ἔλεγος, ο (Α) 1. θρηνητικό τραγούδι, θρήνος («ὄρνις ἀλκυὼν ἔλεγον οἶτον ἀείδεις» αηδόνι μοιρολογάς, τραγουδάς πένθιμο τραγούδι, Ευρ.) 2. ποίημα σε ελεγειακά δίστιχα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το έλεγος ήταν πένθιμο τραγούδι με την συνοδεία αυλού. Η άποψη τών… … Dictionary of Greek
ίτον — ἴτον, τὸ (Α) είδος μύκητα, μανιταριού. [ΕΤΥΜΟΛ. θρακική ονομασία είδους μύκητα που προέρχεται πιθ. από Fίτον (πρβλ. γλώσσα Ησύχ. οὐϊτόν, τὸ ὑπ ἐνίων οἰτόν)] … Dictionary of Greek
οίτος — οἶτος, ὁ (Α) (επικ. τ.) 1. πεπρωμένο, συμφορά, θάνατος («οἵ κεν δὴ κακὸν οἶτον ἀναπλήσαντες ὄλωνται», Ομ. Ιλ.) 2. τύχη, μοίρα.. [ΕΤΥΜΟΛ. Δύο απόψεις έχουν διατυπωθεί για την ετυμολ. τής λ. οἶτος. Κατά μία άποψη, η λ. θεωρείται παράγωγο τού εἶμι… … Dictionary of Greek